καταστέγον

καταστέγον
κατά-στέγω
cover closely
pres part act masc voc sg
κατά-στέγω
cover closely
pres part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατάστεγον — κατάστεγος covered in masc/fem acc sg κατάστεγος covered in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάστεγος — η, ο (Α κατάστεγος, ον) εντελώς καλυμμένος με στέγη, στεγασμένος καλά νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το κατάστεγο στεγασμένο μέρος, υπόστεγο αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ κατάστεγον στεγασμένος χώρος τών αρχαίων γυμναστηρίων που περιλάμβανε το γυμναστήριο, το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”